συμμάζεμα

συμμάζεμα
τό
1) собирание, сбор; ' подборка; 2) наведение порядка; уборка; 3) ушивка (одежды);

ο γιακάς θέλει λίγο συμμάζεμα — воротник нужно немного сузить;

4) укорачивание, подстрижка (волос);
5) налаживание (работы, дела); 6) обуздывание, образумливание;

θέλει συμμάζεμα — его надо обуздать, прибрать к рукам;

7) предоставление приюта

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "συμμάζεμα" в других словарях:

  • συμμάζεμα, το — και συμμάζωμα, το,1. συνάθροιση, σύναξη. 2. τακτοποίηση: Στο σπίτι χρειάζεται λίγο συμμάζεμα. 3. χαλιναγώγηση, συγκράτηση: Είναι πια αδύνατο το συμμάζεμα του γιου του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμμάζεμα — το, Ν [συμμαζεύω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συμμαζεύω, συγκέντρωση σκόρπιων κυρίως πραγμάτων στο ίδιο σημείο 2. (ιδίως σχετικά με αγροτικά προϊόντα) συγκομιδή 3. τακτοποίηση, συγύρισμα («το δωμάτιό σου θέλει γερό συμμάζεμα») 4. σύσφιγξη …   Dictionary of Greek

  • ευτρέπιση — η (Μ εὐτρέπισις) [ευτρεπίζω] διευθέτηση, τακτοποίηση, συγύρισμα, συμμάζεμα, νοικοκύρεμα μσν. 1. αρματωσιά 2. στον πληθ. αἱ εὐτρεπίσεις τα έργα εξωραϊσμού …   Dictionary of Greek

  • καταστολή — η (AM καταστολή) [καταστέλλω] 1. περιορισμός, περιστολή, αναστολή, συγκράτηση, συμμάζεμα 2. μτφ. κατάπνιξη, κατάπαυση, κατασίγαση, καθυπόταξη, καταπράυνση (α. «καταστολή τών παθών» β. «καταστολή τού κινήματος») μσν. ο ενταφιασμός αρχ. 1. περιβολή …   Dictionary of Greek

  • νοικοκύρεμα — και νοικοκύρευμα, το [νοικοκυρεύω] ευτρεπισμός, τακτοποίηση, συγύρισμα, συμμάζεμα …   Dictionary of Greek

  • ορδίνιασμα — το [ορδινιάζω] τακτοποίηση, διευθέτηση, συμμάζεμα, προετοιμασία …   Dictionary of Greek

  • συμμάζωμα — και συμμάζωγμα, το, Ν [συμμαζώ(χ)νω] το συμμάζεμα …   Dictionary of Greek

  • συναίρεση — η / συναίρεσις, έσεως, ΝΜΑ [συναιρώ] γραμμ. η συγχώνευση, μέσα σε μία λέξη, δύο φωνηέντων ή φωνήεντος και διφθόγγου σε μακρό φωνήεν ή δίφθογγο, π.χ. αγαπάω: αγαπώ, γέα: γῆ, τιμάεις: τιμᾷς νεοελλ. χημ. προοδευτική αποβολή τού υγρού μέσου διασποράς …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»